μεταξοπαραγωγός

μεταξοπαραγωγός
η , ό [ός , όν ] 1. шелководческий;
2. (η , ο ) шелковод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεταξοπαραγωγός" в других словарях:

  • μεταξοπαραγωγός — ό 1. (για χώρες) αυτός που παράγει μετάξι, σηροτροφικός («η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός χώρα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μεταξοπαραγωγός αυτός που ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή και το… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοπαραγωγός — ο, η αυτός που ασχολείται με την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και το εμπόριο του μεταξιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»